πεντάτονος

πεντάτονος
-η, -ο / πεντάτονος, -ον, ΝΑ
1. (για μουσικές κλίμακες ή διαστήματα) αυτός που αποτελείται από πέντε τόνους
2. το θηλ. ως ουσ. η πεντάτονος
μουσ. μουσικό διάστημα τής μικρής εβδόμης, ο έβδομος ανιών φθόγγος τής μουσικής κλίμακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα-* + τόνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… …   Dictionary of Greek

  • πεντατονικός — ή, ό [πεντάτονος] μουσ. φρ. «πεντατονική κλίμακα» μουσική κλίμακα που αποτελείται από πέντε διαφορετικούς φθόγγους και η οποία πιστεύεται ότι αντιπροσωπεύει ένα πρώιμο στάδιο τής μουσικής εξέλιξης γιατί απαντά σε ποικίλες μορφές στο μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”